- τριβέας
- ο / τριβεύς, -έως, ΝΑνεοελλ.1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη λειοτρίβηση σκληρών υλικώνφρ. α) «τριβέας ολίσθησης»τεχνολ. ο κυλισιοτριβέαςβ) «ένσφαιρος τριβέας» — κυλισιοτριβέας που περιέχει μία ή δύο σειρές σφαιρώναρχ.1. αυτός που τρίβει2. γουδοχέρι3. το περικάλυμμα τής οπής κυλίνδρου ή τροχού πάνω στο οποίο τρίβεται ο κύλινδρος ενώ περιστρέφεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. σπορ-εύς, σπορ-έας)].
Dictionary of Greek. 2013.